- δοσίμετρο
- τοόργανο με το οποίο προσδιορίζεται η ποσότητα ακτινοβολίας σε άτομο ή μέλος τού σώματός του που υποβάλλεται σε ακτινοθεραπεία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek